- ακόμψευτος
- -η, -ο (Α ἀκόμψευτος, -ον) [κομψεύω]νεοελλ.(για πρόσωπα) ο μή κομψευόμενος, ανεπιτήδευτοςαρχ.(για ύφος λόγου) απέριττος, απλός, φυσικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκόμψευτος — unadorned masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακόμψευτος — η, ο αυτός που δεν επιτηδεύεται στο ντύσιμό του, στους τρόπους του, στην ομιλία του: Είναι άνθρωπος με τρόπους ακόμψευτους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκομψεύτου — ἀκόμψευτος unadorned masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)